- ανακεφαλαιώνω
- [-ώ (ο)] μετ. суммировать; подытоживать, резюмировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακεφαλαιώνω — ανακεφαλαιώνω, ανακεφαλαίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ανακεφαλαιώνω — ωσα 1. συνοψίζω: Στο τέλος της ομιλίας του ανακεφαλαίωσε τις απόψεις του. 2. προσθέτω τους τόκους στο κεφάλαιο: Στο τέλος κάθε εξαμήνου οι τράπεζες ανακεφαλαιώνουν τις καταθέσεις των πελατών τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλογίζομαι — (Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι) 1. σκέφτομαι γεγονότα τού παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ 2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω αρχ. 1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω 2. κάνω μαθηματικόν… … Dictionary of Greek
αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… … Dictionary of Greek
αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] … Dictionary of Greek
ανομολογώ — (AM ἀνομολογῶ, έω) συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι μσν. (για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό αρχ. (μεσ) 1. αποσπώ ομολογία από κάποιον 2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί 3. πληρώνω με επιταγή 4. (ο πρκ. με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek
επανακεφαλαιούμαι — ἐπανακεφαλαιοῡμαι, όομαι (Α) (αποθ.) ανακεφαλαιώνω … Dictionary of Greek
κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… … Dictionary of Greek
παλιλλογώ — (Α παλιλλογῶ, έω) λέγω πάλι αυτά που είπα, επαναλαμβάνω αρχ. ανακεφαλαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λογῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *παλίλλογος] … Dictionary of Greek
ρεζουμέ — και ρεζυμέ και ρεζιμέ, το, Ν 1. περιληπτική αναφορά τών βασικών σημείων μιας έκθεσης ή αφήγησης 2. συνεκδ. η «ουσία», το νόημα και το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτήν την αναφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. resume «σύντομος» < ρ. resumer… … Dictionary of Greek